- παλιανθρωπιά
- canaillerie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παλιανθρωπιά — η η πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο, η ανέντιμη συμπεριφορά: Το να φανερώσεις το μυστικό που σου εμπιστεύθηκαν είναι παλιανθρωπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιανθρωπιά — η [παλιάνθρωπος] 1. η ιδιότητα τού παλιανθρώπου, αχρειότητα, φαυλότητα 2. αισχρή πράξη, αχρεία συμπεριφορά … Dictionary of Greek
εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… … Dictionary of Greek